- περίχαλκος
- -ον, Ακαλυμμένος με χαλκό, χαλκόδετος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + χαλκός (πρβλ. επί-χαλκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίχαλκον — περίχαλκος covered with brass masc/fem acc sg περίχαλκος covered with brass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίχαλκοι — περίχαλκος covered with brass masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχαλκώνω — περιχαλκῶ, όω, ΝΜΑ [περίχαλκος] επιχαλκώνω, καλύπτω από παντού με φύλλα χαλκού … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek